Στην ανάγκη ενεργοποίησης όλων των πολιτών προκειμένου να σταματήσει η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας, να στελεχωθούν οι δομές υγείας και ασφαλώς το Νοσοκομείο Σητείας, εστίασε ο Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Νοσοκομείου Σητείας κ. Δημήτρης Σπύρου.
Δεν γίνεται, όπως τόνισε να συνεχιστεί η υφιστάμενη κατάσταση με τα γνωστά τεράστια προβλήματα. Αναφερόμενος στην υποστελέχωση σημείωσε ότι στο Νοσοκομείο Σητείας, εδώ και περίπου δύο χρόνια δεν υπάρχει Παθολογική Κλινική! Προβλήματα υποστελέχωσης υπάρχουν τόσο στο ιατρικό, όσο στο νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό. Παρόμοια είναι η εικόνα δυστυχώς, όπως είπε, σε όλα τα Νοσοκομεία του Νομού Λασιθίου, της Κρήτης και συνολικά της χώρας. Ωστόσο σε ό,τι αφορά το Νοσοκομείο Σητείας τα προβλήματα εντείνονται λόγω του απομακρυσμένου της περιοχής, του κακού οδικού δικτύου, των εσωτερικών αποστάσεων, ενώ το Νοσοκομείο καλύπτει και γειτονικά νησιά και δη της Κάσου.
«Τα προβλήματα είναι τεράστια και κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να πούμε ‘Φτάνει -ως εδώ’ και να αποφασίσουμε σαν πολίτες να κάνουμε κάτι, για εμάς τους ίδιους. Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε αυτή την κατάσταση αμέτοχοι και να μην κάνουμε τίποτα. Το πρόβλημα αφορά εμάς, τα παιδιά μας, τους γονείς μας, τους πάντες. Κι έχει έρθει αυτή η στιγμή που πρέπει να αντιδράσουμε.
Το συνολικό πρόβλημα αφορά την καθημερινή υποβάθμιση και απαξίωση όλων των δημόσιων δομών υγείας ανοίγοντας το δρόμο στους ιδιώτες να κάνουν πάρτι. Δεν εννοούμε ένα ιδιώτη γιατρό που θα ανοίξει το ιατρείο του αλλά δύο- τρία μεγάλα κέντρα που υπάρχουν στην Ελλάδα και τα οποία, εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση τα επόμενα χρόνια, θα κυριαρχήσουν στον χώρο και όποιος έχει χρήματα θα μπορεί να απολαμβάνει υπηρεσίες υγείας, ενώ όποιος δεν έχει, δεν θα έχει υγεία», επεσήμανε.
Οργανισμός
Μίλησε και για τα καίρια ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο το τελευταίο χρονικό διάστημα. Στάθηκε στους οργανισμούς των Νοσοκομείων. «Ο υφιστάμενος του Νοσοκομείου Σητείας, αλλά και όλων σχεδόν της Ελλάδας, είναι από το 2012, επί μνημονίων, τότε που ο κ. Λοβέρδος κατήργησε σε μία μέρα 800 θέσεις γιατρών. Ο ίδιος απαρχαιωμένος οργανισμός υπάρχει και σήμερα με αποτέλεσμα πολλές δυσλειτουργίες στα Νοσοκομεία αφού δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Η δημιουργία οργανισμού που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες, ωστόσο δεν θα λύσει το πρόβλημα αφού η κάλυψη των υφιστάμενων οργανισμών φθάνει στο 50% το πολύ 60%. Δηλαδή αν ο υφιστάμενος οργανισμός έχει 4 θέσεις παθολόγων και δεν έχουμε κανέναν και 8 θέσεις να έχει ο νέος οργανισμός πάλι κανέναν δεν θα χουμε. Γιατί δεν θα έρχεται κανένας όπως συμβαίνει και μέχρι σήμερα. Άρα το να αλλάξουν οι οργανισμοί είναι πολύ θετικό αλλά από μόνο του δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση του προβλήματος», ανέφερε.
Αυτοδιοίκητο
«Ένα άλλο μεγάλο θέμα που συζητείται τελευταία μετά τις εξαγγελίες του υπουργείου είναι το αυτοδιοίκητο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ μας είπαν ότι αυτό που σχεδιάζεται για το Νομό μας είναι ένα Νοσοκομείο με κοινή διοίκηση, κοινή διεύθυνση Ιατρικής, Νοσηλευτικής, Διοικητικής, Τεχνικής και Ξενοδοχειακής Υπηρεσίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει μετακίνηση ανά πάρα στιγμή του προσωπικού από το ένα Νοσοκομείο του Νομού στο άλλο. Θα δημιουργηθεί ένα μπάχαλο και θα μπορούν αφ’ ενός να φτάσουν μέχρι και την κατάργηση κλινικών κι αφ’ ετέρου το προσωπικό δεν θα γνωρίζει πού θα εργαστεί την επόμενη εβδομάδα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι η ταφόπλακα για τα τρία Νοσοκομεία του Νομού μας», πρόσθεσε.
Χρηματοδότηση
«Η λύση του μεγάλου προβλήματος», συνέχισε, «είναι μία, ή θα αποφασίσουν (το κράτος, οι κυβερνώντες) να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να χρηματοδοτήσουν τη δημόσια υγεία ή η δημόσια υγεία μαθηματικά σιγά -σιγά θα οδηγηθεί σε πλήρη απαξίωση, σε συρρίκνωση και κλείσιμο των Νοσοκομείων, προς χάριν των ιδιωτών, καταρχήν σε μία σύμπραξη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και σιγά-σιγά θα περάσουν όλα στον ιδιωτικό.
Πρέπει λοιπόν να χρηματοδοτηθούν τα Νοσοκομεία, να στελεχωθούν με μόνιμο προσωπικό και οι οργανισμοί τους να ανταποκρίνονται στις πραγματικές σημερινές ανάγκες, ενώ το κάθε Νοσοκομείο να έχει αυτοδιοίκητο. Πρέπει τα Νοσοκομεία να έχουν ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό, κτιριακές, τεχνικές υποδομές ώστε να έχουμε όλοι οι πολίτες την αντιμετώπιση που δικαιούμαστε στον τομέα της υγείας. Αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι τραγική, κάθε μέρα νομίζουμε ότι πιάσαμε τον πάτο του βαρελιού και την αμέσως επόμενη βλέπουμε ότι τελικά ότι υπάρχει ακόμα πιο κάτω…
Εστιάζω στην Σητεία γιατί έχει το μειονέκτημα της απόστασης και πρέπει πραγματικά να ενεργοποιηθούμε όλοι οι πολίτες όσον αφορά το Νοσοκομείο μας αλλά και γενικά για το σύστημα υγείας. Και τα άλλα Νοσοκομεία δεν είναι σε καλύτερη μοίρα, ούτε του Νομού μας ούτε της υπόλοιπης Κρήτης. Εδώ έχουν διαλύσει το Βενιζέλειο, ένα από τα ιστορικότερα Νοσοκομεία του νησιού! Δεν θα τους νοιάξει λοιπόν ούτε η Σητεία, ούτε η Ιεράπετρα, κανείς. Έχουμε κοινά προβλήματα και πρέπει να είναι κοινές οι λύσεις. Πρέπει να ενωθούμε και να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να συνεχίσουν αυτή την ιστορία», τόνισε.
Κινητοποιήσεις τέλη Νοεμβρίου
Στο πλαίσιο των επαφών, των συναντήσεων και των δράσεων του, ο Σύλλογος Φίλων Νοσοκομείων συμμετείχε στην πρόσφατη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Ιεράπετρα με την συμμετοχή των συλλόγων εργαζομένων των Νοσοκομείων του Νομού, των Συλλόγων Φίλων των Νοσοκομείων, αλλά των Επιτροπών Αγώνα κατά την οποία, όπως είπε ο κ. Σπύρου, ακούστηκαν τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Νοσοκομεία του Νομού. «Έχουμε κοινά προβλήματα και πρέπει να είμαστε συσπειρωμένοι. Αποφασίστηκε οι κινητοποιήσεις μας να είναι μαζικές, ενωμένες και να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι πλέον να ανεχτούμε αυτή την κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό προγραμματίζονται κινητοποιήσεις το τρίτο δεκαήμερου του Νοεμβρίου, αρχικά σε επίπεδο Κρήτης. Για να δώσουμε ένα βροντερό ‘παρών’ και να πούμε φτάνει μέχρι εδώ. Πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι ένας αγώνας μαραθώνιος που θα έχει διάρκεια αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να σταματήσουμε μέχρι να δικαιωθούμε», σημείωσε.
Για το οικονομικό κίνητρο
Ερωτηθείς επίσης για ένα θέμα που συζητείται τις τελευταίες ημέρες σε επίπεδο Νομού, αυτό του οικονομικού κινήτρου από την πλευρά των Δήμων στους γιατρούς που θα υπηρετούν από δω κι έπειτα στα Νοσοκομεία, ο κ. Σπύρου τόνισε: «Στο παρελθόν ο Σύλλογος Φίλων Νοσοκομείου Σητείας είχε προχωρήσει σε αντίστοιχη δράση παρέχοντας οικονομικά κίνητρα σε γιατρούς για να έρθουν στην Σητεία, αλλά αυτό δεν είναι λύση. Δεν είναι υποχρέωση των Δήμων να δίνουν χρήματα για να έρθουν γιατροί σε ένα νοσοκομείο, είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να στελεχώσει τα Νοσοκομεία με μόνιμο προσωπικό. Ο Δήμος θα δώσει χρήματα π.χ. 500 ευρώ για ένα χρόνο, μετά τι θα γίνει; Και τι θα γίνει με τους ήδη υπηρετούντες γιατρούς; Δημιουργείται μία ανισότητα των υπαρχόντων γιατρών με εκείνους που θα έρθουν. Η οικονομική υποστήριξη θα μπορούσε να είναι μία λύση σε περιπτώσεις έκτακτης κατάστασης. Τους γιατρούς πρέπει να τους πληρώνει η πολιτεία, η κυβέρνηση. Είναι υποχρέωσή της, είναι υποχρέωσή της να στελεχώσει τα Νοσοκομεία και να παρέχει στους πολίτες δωρεάν υπηρεσίες υγείας.
Και οι γιατροί δεν είναι επαίτες, να τους λες έλα και θα σου δώσω τόσα ευρώ παραπάνω. Η ιατρική είναι λειτούργημα αλλά και είναι και ένα επάγγελμα και όπως κάθε επάγγελμα θα έπρεπε να έχει κανόνες, όσον αφορά το ωράριο, να έχει αμοιβές αντάξιες του γιατρού και των υπηρεσιών που προσφέρει για να ζει με αξιοπρέπεια την οικογένεια του. Και ποιος γιατρός θα μπορέσει να έρθει για παράδειγμα στην Σητεία, να ανοίξει μόνος του την Παθολογική αυτή την στιγμή, να αναλάβει όλο αυτό τον φόρτο στις πλάτες του, να είναι 30 ημέρες στο Νοσοκομείο; Άρα απαιτείται σοβαρή αντιμετώπιση της κατάστασης. Όλα τα υπόλοιπα, πληρώνω δίνω 500, 200 ευρώ, πληρώνω ρεύμα κλπ. δεν νομίζω ότι είναι λύσεις. Δεν είναι επαίτες οι γιατροί, πρέπει να πληρώνονται να έρθουν, να κάνουν τη δουλειά τους έτσι που πρέπει».
Η πραγματικότητα των αριθμών
Τέλος ο κ. Σπύρου εστιάζοντας σε αναφορές τύπου «μια χαρά πάμε», «το ΕΣΥ δεν ήταν ποτέ σε καλύτερη κατάσταση» κλπ υπογράμμισε ότι «η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σύμφωνα με την Eurostat στην Ελλάδα το 2024, σχεδόν το 22% ατόμων ηλικίας από 16 ετών κι άνω που χρειαζόταν ιατρική εξέταση ή θεραπεία, δεν μπόρεσαν να την λάβουν εξαιτίας οικονομικών λόγων, μεγάλων λιστών αναμονής ή χιλιομετρικής απόστασης. Πρόκειται για το χειρότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Δηλαδή πάνω από ένας στους πέντε πολίτες δεν έχει πρόσβαση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγεία στην Ελλάδα. Εμείς είμαστε στο 22% όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 3,6%.
Άρα δεν πάμε καλά και πρέπει να αντιδράσουμε, να συμμετέχουμε ενεργά στην διαμόρφωση των αποφάσεων που αφορούν θέματα σοβαρά για εμάς και τις οικογένειες μας, όλους τους πολίτες».
ΜΑΡΙΖΑ ΨΑΡΑΚΗ
Πηγή: Εφημερίδα Ανατολή
